- εθνογραφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην εθνογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Δ. Σχινά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εθνογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)